Γράφει η Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου
Φιλόλογος, συγγραφέας

«Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύομαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι», έγραψε στην «Ασκητική» του ο μέγιστος Ν. Καζαντζάκης.
Και πώς ζυγιάζεται ο άνθρωπος;
Βαφτίζεται ο πιο καλός άνθρωπος του κόσμου, ο πιο αγαπητός, ο πιο ευαίσθητος, ο ταλαντούχος και ο ακέραιος. Πότε; Όταν προσφέρει κομμάτια του εαυτού του, όταν τρέχει και σέρνεται για τους άλλους. Όταν λιώνει ενέργεια ως δρομέας μεγάλων αποστάσεων ανιδιοτελούς προσφοράς, όταν ξενυχτά από βιβλίο σε βιβλίο των άλλων για τους άλλους, από εκδήλωση σε εκδήλωση (ανούσια ή όχι δεν έχει σημασία), όταν γράφει δυο θετικά σχόλια για έργο άλλων (καλό ή κακό έργο, για τον δέκτη, δεν έχει σημασία), όταν γίνεται υπεράνθρωπος τέλος πάντων, για να ανταποκριθεί και να μη δυσαρεστήσει «φίλους». Και τελικά, αντιλαμβάνεται πως από πρωταγωνιστής της ζωής του υποβαθμίζεται σε κομπάρσο, όχι από συνειδητή επιλογή, μονάχα για να μη δυσαρεστήσει τους άλλους.
Κι ας θυσιάζει ζωή από τη ζωή του, υγεία από την υγεία του, χρόνο από τους ανθρώπους του. Α, ούτε αυτό έχει καμία σημασία. Κι αν κουραστεί από το θεαθήναι και τις ανούσιες φανφάρες, και τους θεατρινισμούς; Κι αν οι υποχρεώσεις γίνουν βουνό και οι προτεραιότητες αλλάξουν; Κι αν ο προσωπικός χρόνος σταθεί ανύπαρκτος και οι εργασιακές συνθήκες διαφοροποιηθούν;
Κι αν επιλέξει να απομονωθεί για να παράξει δικό του έργο, κι αν είναι «ασθενής και οδοιπόρος», κι αν οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν; Κι αν ακολουθήσει συνειδητά και επιλεκτικά την ουσία, κι αν μπούχτισε με την ανόητη και ανούσια κοσμικότητα, κι αν κατανοεί πως οι δημοσιοσχεσίτες στηρίζουν την προβολή τους στις πλάτες άλλων; Κι αν, κι αν…
Α, τότε το ρόδο βαφτίζεται αγκάθι. Και κόβονται με το μαχαίρι οι φιλοφρονήσεις, και σταματούν τα πανηγύρια, και μπαίνει στοπ στα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα… Και ξεγυμνώνονται οι κούφιοι σπόροι, κι αποκαλύπτονται τα αυγά από τα τσόφλια. Γιατί οι λυκοφιλίες είναι πάντα εφήμερες και οι πεινασμένοι λύκοι σπαράζουν ακόμα και τη σάρκα τους στο τέλος.
Κατακαημένε κόσμε! Κατά πού οδεύεις; Με ποια κριτήρια κρίνεις τους ανθρώπους; Με εκείνα της αμείλικτης συναλλαγής; Κάνεις τον εγωκεντρισμό σημαία σου και πετάς στα σύννεφα; Ακούμε συχνά: «Αυτοί χρειάζονται κι ας μην κατέχουν». Κι εκείνους που κατέχουν και μπορούν να ορθώσουν πνευματικό παράστημα τους αποκεφαλίζουν με συνοπτικές διαδικασίες. Μόνο της παρακμής τα μυαλά και οι δημοσιοσχεσίτες λειτουργούν τοιουτοτρόπως. Οι εστίες πολιτισμού ανθίζουν με γνήσιους πνευματικούς ανθρώπους. Τους ενσωματώνουν στο στέρνο τους, τους σέβονται, τους αφουγκράζονται και τους αξιοποιούν. Οι πνευματικοί άνθρωποι παραμένουν και οφείλουν να παραμένουν αλώβητοι από μικροπολιτικά και επιχειρηματικά τερτίπια.
Θαυμάζω τους ποιητές που ζουν και σκέφτονται ποιητικά. Που αρθρώνουν λόγο ποιητικό, σπιλώνοντας τις κοινωνικές παθογένειες και αψηφώντας κάθε κόστος. Χειροκροτώ τους ανθρώπους της τέχνης που με την τέχνη ρυθμίζουν τη ζωή τους. Γιατί η ποιότητα και η ανθρωπιά κρίνεται δίχως ανταλλάγματα. Η δοτικότητα των σχέσεων δεν μπαίνει σε ζυγαριά, τόσα δίνεις τόσα σου δίνω ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Όταν δύναμαι προσφέρω, χαρίζομαι, ίσως και θυσιάζω. Όταν αδυνατώ, δεν παύω να είμαι άνθρωπος.
Αχ άνθρωπε υστερόβουλε και εγωιστή! Μια νύχτα σε καλύπτει πάντα, μια νύχτα σε τυφλώνει!