Όταν σμίξαμε, το Πάσχα του 2017, ήταν ένα λιλιπούτειο πουά ζουζούνι που είχε μεταβολίσει όλη τη σοφία και τη γνώση της φύσης. Όλο το χρώμα της άνοιξης το φορούσε με υπαινιγμούς… Στο κόκκινο μια υπενθύμιση του ζόφου. Στο μαύρο ψήγματα φωτός. Κόκκινο μαύρο – μαύρο λευκό. Όλη η πασχαλινή χαρμολύπη στο κορμάκι μιας έντονα έγχρωμης λαμπρίτσας. Ένας μικρός σκαραβαίος με κλιμακωτά δοσμένες στα έλυτρά του όλες τις συνιστώσες του πάθους και του σκότους. Όλη η πολυφωνία των αγίων ημερών συμπερίληψη σε ελάχιστα εκατοστά ζωής. Χίλιες ενδείξεις για τον χρόνο, το αίμα, το φως και τον θάνατο. Τον θάνατο είπα; Κυρίως για αυτόν. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Η τελευταία Μεγάλη Παρασκευή που σμίγαμε στο λαμπρινό τραπέζι με τον πατέρα.
Αποφάσισα, θυμάμαι, να την υιοθετήσω φωτογραφικά, όταν με αιφνιδίασε με το έντονο κόκκινο του πάθους, πετώντας αποφασισμένη μέσα από τα φυλλώδη λαχανικά του κήπου. Με ένα σάλτο ελευθερίας τόλμησε να δραπετεύσει από το χλοερό της βασίλειο, που θα συνόδευε αργότερα τα παραδοσιακά εδέσματα. Σε ένα τόσο δα μικρό έντομο, σκέφτηκα, χωρά όλη η φιλοσοφία της ζωής και του θανάτου. Κόκκινο, μαύρο, λευκό. Αγάπη, Πάθος, Θυσία, Σταυρωση, Αποκαθήλωση, Ανάσταση, Ανάληψη. Μια κατάστικτη με μαύρες βούλες κοκκινέλη κατάφερε να κινητοποιήσει τις αισθήσεις μου και να προσδώσει μια ξέχωρη διδακτική πινελιά στην ομοιομορφία της στιγμής.
Αφού με άφησε να περιπλανηθώ αρκετά στο σοφό και συμβολικό φυσιολατρικό της σύμπαν, με εγκατέλειψε απορροφημένη στο αποστακτήριο με τις σκέψεις μου.
Ω γλυκύ μου έαρ, αναφώνησα και εφέτος!
Γκλαν γκλαν, κρούουν τα σήμαντρα της απώλειας. Είναι πάλι Απρίλης και βρέχει κόκκινο βαθύ της θυσίας του ανθρώπου.
Καλλιόπη Ι. Δημητροπούλου