Δίχως άστρο

Κοντανασαίνουν οι γιορτές και τα λαμπιόνια στήνουν πολύχρωμο πανηγυράκι στις αυλές και τα μπαλκόνια. Να επουλώσουν τις ουλές από τις τρύπιες μέρες. Κι εγώ στήνω οπτικό περίπατο από ψηλά στη λαμπερή τη θέα. 

Διάφανο ματοκυάλι το ριγωτό μου το παράθυρο. Στην άλωση και στους κατακλυσμούς ποτέ του δεν χαρίστηκε. Ποτέ του δε λαθεύει. Μάρτυρας δεινός της σκοτεινής της μοναξιάς μ’ απότοκο τη δυστυχιά και την αρμύρα. Αυτή η κυρά -η μοναξιά- θεριεύει και καυχιέται κάθε γιορτή και σχόλη. Απόχη μου η μαύρη νύχτα. 

Σειέται, βροντά το ρόπτρο της αντικρινής εξώπορτας και χύνεται στη ρουμπελιά μια ψηλόλιγνη φιγούρα, αόρατη σχεδόν, χωρίς μια καμηλό ζακέτα στο κορμί της. Σαν την κλωστούλα σε πολύγυρη ανέμη έτρεμε στο κρύο, ρουφούσε φέτες από χιόνι κι ερήμωνε τη νύχτα στα σοκάκια της αγιόρταστης της πόλης. Κι όλο χορεύαν, χορεύαν οι πατούσες της στο χιόνι της ψυχής της, σαν να ζαλίζαν το σκοτάδι που τη λιώνει.

Ψήλωσε το βλέμμα, μ’ αγνάντεψε ψυχρά κι έφτυσε κατάχαμα τη μοίρα της το μαύρο γάλα. Και πήρε μονορούφι τον κατήφορο για να προκάμει: Φτηνή γιορτή με τα παγκάκια και το κρύο. Ανάλαφρα λαμπιόνια κυμάτιζαν στην ανεμόεσσα πλατεία. Ο οβολός που γύρευε ολοζωής για να επουλώσει τα λαβωμένα της τα στήθια. “Τη λαμψάδα, σαν δεν την κατέχεις, δύσκολα την αποζητάς σε δανεικά ασήμια”, μονολογούσε. Βγαίνει από τα ψύχια και καμώνεται γυναίκα στου κορμιού τους ρύπους και στις ραγάδες της άδειας της παλάμης.

Σαν αχιβάδα στο νωπό παγκάκι σφίγγει, γλείφει της ζωής της τα αποφάγια. Φτύνει ξανά και ξαναφτύνει της μοίρας της τα ραγισμένα σπλάχνα. Χριστούγεννα των ανιάτων ψυχών, όπου να ‘ναι, ξημερώνει.

Γράφει η Κ. Ι. Δημητροπούλου